- μετρητός
- -ή, -ό (ΑΜ μετρητός, -ή, -όν) [μετρώ]1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ' ἰδεῑν», Ευρ.)2. αυτός που έχει οριστεί μετά από μέτρηση, ο μετρημένος («έφαγε στα χέρια τριάντα βεργιές μετρητές»)νεοελλ.1. ρυθμικός («πάσι με ζάλα μετρητά» — βαδίζουν με ρυθμικά βήματα, Ερωτ.)2. φρ. α) «τοις μετρητοίς»(σχετικά με πληρωμή) σε ρευστό χρήμαβ) «τό παίρνω τοις μετρητοίς» — παίρνω κάτι σοβαρά υπ' όψινγ) «ο πωλών τοις μετρητοίς»i) αυτός που πουλάει χωρίς να κάνει πίστωσηii) μτφ. άνθρωπος αμέριμνος, χωρίς σκοτούρεςνεοελλ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετρητάα) περιουσία χρηματική σε αντιδιαστολή προς την κτηματική ή αυτήν η οποία έχει καταχωρηθεί σε τίτλους («πήρε προίκα ένα σπίτι και πεντακόσιες χιλιάδες μετρητά»)β) ρευστό χρήμαμσν.1. λιγοστός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μονάδα για μέτρηση υγρών.
Dictionary of Greek. 2013.